σουβενίρ

σουβενίρ
το, Ν
άκλ. κάθε αντικείμενο που θυμίζει κάτι, ενθύμιο, αναμνηστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. souvenir «θυμάμαι, ενθύμιο» (< λατ. subvenio «έρχομαι στον νου κάποιου»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σουβενίρ — το (λ. γαλλ.), ενθύμιο: Αγόρασε μερικά σουβενίρ από τη χώρα που επισκέφτηκε. – Κρατάει το δώρο που της έκανε για σουβενίρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενθύμηση — και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) [ενθυμούμαι] σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση τής πατρίδας τους», Καρκαβ.) νεοελλ. 1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου») 2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ 3. πληθ. (παλαιογρ.) οι …   Dictionary of Greek

  • ενθύμημα — το, ατος 1. ό,τι δίνεται για ανάμνηση, το ενθύμιο, θυμητάρι, το σουβενίρ.: Ενθυμήματα της πρώτης αγάπης. 2. (λογ.), αριστοτελικός ρητορικός συλλογισμός που στηρίζεται σε πιθανές προτάσεις και μπορεί να πείσει, αλλά δεν έχει αποδεικτική αξία. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενθύμιο — το καθετί που φέρνει κάτι στη μνήμη ή τη σκέψη κάποιου, ενθύμηση, θυμητάρι, σουβενίρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”